- δυσχείμερος
- δυσχείμεροςwintrymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσχείμερος — δυσχείμερος, ον (AM) 1. ο εκτεθειμένος σε βαρύ χειμώνα ή σε σφοδρό άνεμο, ο πολύ ψυχρός 2. αυτός που δύσκολα υποφέρει το κρύο μσν. (για τον έρωτα) αυτός που φέρνει ταραχή, αναστάτωση … Dictionary of Greek
δυσχείμερον — δυσχείμερος wintry masc/fem acc sg δυσχείμερος wintry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχειμερωτάτους — δυσχείμερος wintry masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχειμερώτεραι — δυσχείμερος wintry fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχειμέροις — δυσχείμερος wintry masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχειμέρου — δυσχείμερος wintry masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχειμέρους — δυσχείμερος wintry masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχειμέρων — δυσχείμερος wintry masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχειμέρῳ — δυσχείμερος wintry masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχείμερα — δυσχείμερος wintry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)